ετερομορφία

ετερομορφία
η (Μ ἑτερομορφία) [ετερόμορφος]
νεοελλ.
(για ζώα, φυτά και ορυκτά) η εμφάνιση ενός είδους με περισσότερες από μία μορφές
μσν.
(για τον Μινώταυρο) η παρέκκλιση από τη συνηθισμένη φυσική μορφή, η τερατομορφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ετερομορφία < ετερόμορφος, ενώ το νεοελλ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. heteromorphy < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -morphy (πρβλ. μορφή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ετερομορφία ή ετερομορφισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται με δύο (διμορφισμός) ή και με περισσότερες μορφές (πολυμορφισμός) άτομα που ανήκουν σε ένα ζωικό είδος. Γενικά, υπάρχουν πολλά είδη διμορφισμού που οφείλονται σε πολλές αιτίες· όπως για παράδειγμα ο φυλετικός …   Dictionary of Greek

  • ετερομορφισμός — ο η ετερομορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteromorphism < hetero (πρβλ. ετερο *) + morphism < morph (πρβλ. μορφή) + ism (πρβλ. ισμός)] …   Dictionary of Greek

  • Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”